Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Διήγημα του Δημήτρη Ντούκα


-->
Η ΒΟΛΤΑ
Εκείνο το πρωί της Κυριακής του Αυγούστου άργησε πολύ να έρθει για τον Δημήτρη και την αδερφή του, δεν ξέρω αν έφταιγε η αφόρητη ζέστη ή αν έφταιγε η αγωνία για την ημέρα που περίμεναν… Όμως με το πρώτο φως της μέρας τινάχτηκαν σαν ελατήρια από τα κρεβάτια τους, έτοιμοι για την μεγάλη βόλτα που τόσο καιρό περίμεναν.
Η μητέρα κι αυτή είχε ξυπνήσει από τα χαράματα και ετοίμαζε αυτά που θα έπαιρναν μαζί τους, φαγητό μέσα σε γυαλιστερά αλουμινένια μπολ, ψωμί φρέσκο, ζυμωμένο από την προηγούμενη μέρα, την στάμνα με το νερό και καθαρά στρωσίδια.
Ο πατέρας έβγαλε τα άλογα από το στάβλο και ήταν έτοιμος να τα ζέψει στο κάρο! Ο Ντορής και η Ντοριά (αυτά ήταν το ονόματα του αλόγων) φαίνονταν σαν να χαμογελούσαν χαρούμενα για την βόλτα που ετοιμάζονταν να κάνουν.
Η «βόλτα», αχ! αυτή η βόλτα που τόσο καιρό περίμεναν τα δυο παιδιά, ήταν μια βόλτα στην κοντινή παραλία, μια μέρα ολόκληρη κοντά στη θάλασσα!
Η θάλασσα άρχιζε εκεί που τελείωναν τα χωράφια, εκεί που κάθε μέρα οι γεωργοί με τα σκαμμένα από τον ήλιο και τη σκόνη πρόσωπά τους καλλιεργούσαν τα λιγοστά τους στρέμματα με καπνό, βαμβάκι, και άλλα προϊόντα με τα «μέσα» εκείνης της εποχής, που έκαναν τον κάματο να είναι βαρύς και σκληρός.
Επιτέλους ξεκίνησαν. Ο Ήλιος άρχισε να ανεβαίνει ρίχνοντας τη ζεστή του ματιά σ’ όλη την όμορφη πεδιάδα. Έξω από το χωριό συνάντησαν κι άλλες οικογένειες κι άλλα κάρα γεμάτα με χαρούμενα παιδιά, που τα τραβούσαν χαρούμενα άλογα που εκείνη τη μέρα δεν αγκομαχούσαν κάτω από τα χαλινάρια τους, λες και καταλάβαιναν πως το φορτίο που κουβαλούσαν δεν ήταν κάτι βαρύ, όπως τα φύλλα του καπνού, αλλά ένα φορτίο με χαρούμενους ανθρώπους που βιάζονταν να αδράξουν τη μέρα.
Ο πατέρας δειλά - δειλά άρχισε ένα χαρούμενο τραγούδι και τα παιδιά ένοιωσαν ένα ξάφνιασμα γιατί δεν τον είχαν ξανακούσει να τραγουδά.
-Με το χάραμα ξυπνώ
το τραγούδι αρχινώ.
Ζεύω τ’ αλογάκι μου
και με τον ιδρώτα μου
βγάζω το ψωμάκι μου………
-Τραλαλά, τραλαλά
του αλόγου τα κουδούνια
ντρίνγκι, ντρίνγκι χαρωπά,
το καμτσίκι κάνει στράκα
στον αέρα σα χτυπά
-Τρέξε αλογάκι μου
άιντε αραπάκι μου,
τη δουλειά μου σαν τελειώσω
κριθαράκι θα σου δώσω……
Πολύ αργότερα ο Δημήτρης έμαθε ότι αυτό το τραγούδι ακούγονταν σε μια παλιά Ελληνική οπερέτα!
Αφού πέρασαν το μεγάλο δημόσιο δρόμο, μπήκαν στο χωματόδρομο που οδηγούσε στη θάλασσα η οποία ακόμη δεν έλεγε να φανεί, τα παιδιά όμως ήξεραν πώς κάθε μέτρο που προχωρούσαν τους έφερνε πιο κοντά της, άσε που είχαν βάλει και σημάδια!
- Να, τώρα περνάμε απ’ το χωράφι του μπάρμπα Γιάννη!
- Σε λίγο θα περάσουμε κι απ’ το δικό μας!
- Άμα φτάσουμε στον μπαξέ του Σαμαρά… μετά τι έμεινε;
- Μια ανάσα δρόμος! Συμπλήρωνε ο πατέρας.
Ο μπαξές του Σαμαρά ήταν μια πραγματική όαση στον καρόδρομο, ένα σπιτάκι φτιαγμένο από κόκκινα τούβλα με μια δροσερή κληματαριά και πίσω ένα καταπράσινο χωράφι, φυτεμένο με όλα τα καλά. Εκεί σταμάτησαν, πήρανε καρπούζι, ντομάτες, πεπόνι και ξανά στο δρόμο προς τη θάλασσα που ήδη άρχισε να φαίνεται.
- Φτάσαμε στο Λινοβραχιό! Ακούγεται να λέει ο πατέρας.
Το Λινοβραχιό, είναι μια περιοχή περιτριγυρισμένη από καλαμιώνες, που στα ανοίγματά της διακρίνεται το λιβάρι με το ρηχό νερό. Τα παιδιά μαθαίνουν απ’ τον πατέρα ότι εκεί έφερναν παλιότερα το κομμένο λινάρι, για να το βρέξουν πριν το επεξεργαστούν και να φτιάξουν νήματα και σχοινιά από λινάρι. Γι’ αυτό και ονομάστηκε «Λινοβραχιό».
Τα δυο αδέλφια σταμάτησαν να ακούνε τις κουβέντες του πατέρα, γιατί άρχισαν να ακούγονται οι φωνές των άλλων παιδιών που ήταν λίγο πιο κάτω, στην ακροθαλασσιά και ήταν τόσο δυνατές, που σκέπαζαν ακόμα και το θόρυβο που έκαναν οι ρόδες του κάρου στον κακοτράχαλο δρόμο.
Μια σειρά από καλύβες φτιαγμένες από καλάμι λίγα μέτρα από την ήρεμη θάλασσα σχημάτιζαν μια όμορφη εικόνα, οι καλύβες αυτές φιλοξενούσαν αρκετές οικογένειες του μικρού χωριού για λίγες μέρες μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Τις καλύβες τις χώριζε από τη θάλασσα μια στενή λωρίδα με ψιλή άμμο, εκεί μέσα χώνονταν οι γιαγιάδες και οι παππούδες για να τους περάσουν οι πόνοι από τα αρθριτικά τους. Έκαναν «αμμόλουτρα» έλεγαν. Και τα παιδιά γέλαγαν έτσι που τους έβλεπαν να είναι χωμένοι στην καυτή άμμο.
Στο βάθος, δυο τρία χιλιόμετρα πιο πέρα διακρίνεται ένα μικρό λιμάνι, μια σκάλα που πάνω της έδεναν μικρά καράβια πού φόρτωναν τα σιτηρά του εύφορου κάμπου και πιο δίπλα ήταν η παραλία ενός άλλου χωριού κι αυτή με όμορφες καλύβες. Μάλιστα κάποια μεγαλύτερα παιδιά είχαν πάει ως εκεί περπατώντας γιαλό - γιαλό.
Λίγο πιο κοντά διακρίνονταν η καλύβα ενός μοναχικού ψαρά, που κάθε βράδυ έπαιζε ακορντεόν και η μουσική που απλώνονταν με πολύχρωμες νότες, στόλιζε μαζί με τον έναστρο ουρανό και τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω στην επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας τις νύχτες που σκέπαζαν την όμορφη παραλία.
Τα περισσότερα παιδιά είχαν ήδη βουτήξει για μπάνιο και ένα σωστό πανηγύρι στήθηκε μέσα στη δροσερή θάλασσα. Ο Δημήτρης είχε φτιάξει με άδεια μπουκάλια από χλωρίνη ένα περίεργο σωσίβιο και καθώς το φόραγε ήταν πραγματικά πολύ αστείος.
Ο πατέρας μαζί με λίγους ακόμα ετοιμάστηκε να πάει για ψάρεμα με τον «πεζόβολο». Ο πεζόβολος ήταν ένα μικρό δίχτυ που το κρατούσαν στον ώμο και στο δεξί χέρι και με μια εξαιρετική τεχνική το πετούσαν και αυτό άνοιγε σχηματίζοντας έναν μεγάλο κύκλο, όταν έπεφτε στη θάλασσα έπιανε μέσα του τα ψάρια που έβοσκαν στα ρηχά νερά και που πολλές φορές ήταν τόσα πολλά που ο ψαράς δυσκολεύονταν να τραβήξει τον πεζόβολο. Έτσι έγινε και με τον πατέρα του Δημήτρη εκείνη τη μέρα, μόλις άρχισε να ψαρεύει, μετά από μια δυο πεζοβολιές, άρχισε να φωνάζει: Βαγγέλη - Βαγγέλη! Ο θείος Βαγγέλης έτρεξε αμέσως προς το μέρος του πατερά, πίσω ακολούθησαν ο Δημήτρης με την Ελενίτσα, πιο πίσω τα δυο ξαδέρφια τους……που είχαν τα ιδία ονόματα Δημήτρης και Ελένη και ακόμη πιο πίσω ο Νικολάκης το πιο μικρό ξαδέρφι των παιδιών που ήταν δεν ήταν δυο χρονών. Ο Νίκολάκης έκανε μεγάλες χαρές όταν είδε τα ψάρια και όταν γύρισαν όλοι μαζί στην καλύβα, προσπαθούσε να περιγράψει στη γιαγιά όλα όσα είδε, ανοίγοντας τα μικρά του χεράκια για να δείξει πόσο μεγάλα ήταν τα ψάρια που έπιασε ο θείος του.
Πράγματι τα ψάρια που πιάστηκαν ήταν πολλά και μεγάλα, ο πατέρας δεν έκρυβε τη χαρά του για τη «μεγάλη ψαριά». Εκείνη την εποχή η θάλασσα ήταν γεμάτη ψάρια, η μόλυνση και η καταστροφή που προκάλεσε δεν είχαν αφήσει ακόμη τα σημάδια τους στον όμορφο αυτό όρμο που τόση χαρά έδινε κάθε καλοκαίρι στα παιδιά αλλά και στους μεγάλους.
Κόντευε πια μεσημέρι και από τις καλύβες άρχιζαν να ακούγονται οι φωνές των μανάδων που ζητούσαν από τα παιδιά να αφήσουν τα παιχνίδια με τη θάλασσα και να μαζευτούν για φαγητό. Ο Ήλιος άρχιζε να γίνεται ανυπόφορος και η ανάγκη για λίγη δροσιά κάτω από τις δροσερές καλαμωτές έκανε μικρούς και μεγάλους να τρέξουν γρήγορα στη σκιά τους. Εξάλλου η μέρα ήταν μεγάλη και υπήρχε χρόνος για καινούρια παιχνίδια το απόγευμα.
Τα δυο παιδιά ήταν πολύ χαρούμενα, θα έτρωγαν μαζί με τα ξαδέλφια τους, οι μαμάδες είχαν τηγανίσει τα ψάρια που είχε πιάσει ο πατέρας, αλλά η χαρά τους ήταν μεγαλύτερη όταν οι γονείς τους αποφάσισαν να μείνουν και το βράδυ κοντά στη θάλασσα και να γυρίσουν στο χωριό την άλλη μέρα, μιας κι όλα έδειχναν πως θα έκανε πολύ ζέστη και η δουλειά στα χωράφια θα ήταν πολύ δύσκολη. Θα έμεναν στην καλύβα του θείου Βαγγέλη, ο θείος Βαγγέλης ήταν μαραγκός και είχε το πιο μικρό κάρο, το είχε φτιάξει λέγανε μόνος του και δεν το έσερναν άλογα αλλά ένας μικρός γαϊδαράκος με μεγάλα αυτιά. Αυτό για το Δημήτρη ήταν αφορμή για μικρά και χαριτωμένα πειράγματα προς τα ξαδέρφια του.
Η παραλία είχε αδειάσει, όλοι είχαν πέσει για μεσημεριανό ύπνο… Όλοι; Όχι! Ο Δημήτρης μαζί με άλλα παιδιά πήραν απόχες και δολώματα και ξεκίνησαν να πάνε λίγο πιο πάνω, να χωθούν μέσα στους καλαμιώνες για να ψαρέψουν καβούρια. Το ψάρεμα ήταν εύκολο, τα παιδιά κάρφωναν το δόλωμα σε ένα καλάμι και το βούταγαν στο νερό και σε λίγο, τσούπ! εμφανίζονταν ο κάβουρας περπατώντας στραβά - στραβά… και τότε αυτός πού κρατούσε την απόχη έδινε μια, χραπ! και έπιανε το καβούρι. Αυτό έγινε πολλές φορές και το καλάθι γέμισε με μεγάλα  καβούρια «Αμερικάνικα!» τα έλεγαν οι μεγάλοι, μα... κανένας δεν ήξερε γιατί.
Ο Ήλιος ήταν ακόμη ψηλά όταν τα παιδιά γύρισαν στις καλύβες και ετοιμάστηκαν για απογευματινό μπάνιο, οι μεγάλοι μαζεμένοι σε μικρές και μεγάλες παρέες κουβέντιαζαν για διάφορα πράγματα, κάποιοι είχαν φορητά ραδιόφωνα και προσπαθούσαν να πιάσουν κανένα σταθμό για να ακούσουν καμιά είδηση ή τραγούδια και κάπου - κάπου ανάμεσα στα παράσιτα του ραδιόφωνου ακούγονταν και οι φωνές από τις μανάδες που φώναζαν τα παιδιά τους.
Άρχισε να βραδιάζει, ένα ολόγιομο φεγγάρι έπαιρνε τη θέση του ήλιου που γέρνοντας πάνω στη ράχη των βουνών έβαφε τον ορίζοντα με ένα κόκκινο χρώμα που μόνο αυτός ορίζει αιώνες τώρα. Οι σκιές μεγάλωναν, τα φώτα από το μικρό λιμάνι χάραζαν τις γραμμές τους πάνω στη θάλασσα σαν να ήθελαν να την κομματιάσουν. Το ακορντεόν του γέρου ψαρά ακούγονταν από μακριά και συμπλήρωνε με τις μελωδίες του όλες αυτές τις υπέροχες εικόνες που έφταναν στα ματιά των ανθρώπων της παραλίας που ήταν μαζεμένοι σε παρέες και απολάμβαναν αυτό το υπέροχο απόβραδο της Κυριακής.
Η νύχτα έπεσε για τα καλά, τα αστέρια του ουρανού λαμπίριζαν με το τρεμάμενο φως τους, ο Δημήτρης όπως και όλα τα παιδιά αν και αποκαμωμένα από την κούραση δεν έλεγαν να πάνε για ύπνο, μαζεμένα κι αυτά σε μια μεγάλη παρέα κουβέντιαζαν για τη μέρα που πέρασαν χωρίς να λείπουν και οι τσακωμοί και τα πειράγματα των μεγάλων παιδιών προς τους πιο μικρούς, για το ποιος ξέρει καλλίτερο κολύμπι, ποιος ψάρεψε τα περισσότερα καβούρια…… αλλά και με ιστορίες μυστηρίου που η αφορμή τους ήταν τα ουρλιαχτά από διαφορά ζώα, κυρίως τσακάλια που ζούσαν στο κοντινό πυκνό δάσος από αρμυρίκια και που κάθε βράδυ έστηναν χορό. Μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα πέρασε, τα βλέφαρα των παιδιών άρχισαν να βαραίνουν, η επόμενη μέρα δεν θα αργούσε να έλθει και τότε όλα τα παιδιά θα αναζητούσαν και πάλι τις χαρές της θάλασσας.
Ο Δημήτρης και η αδελφή του θα φεύγανε το απόγευμα της άλλης μέρας, αυτό τους έφερνε μια μικρή στεναχώρια όμως είχαν καταφέρει τον πατέρα να τους υποσχεθεί πως την επόμενη Κυριακή θα έζευαν πάλι το κάρο για να ξαναέρθουν στη θάλασσα.
Δεν ξέρω αν ο Πατέρας κράτησε την υπόσχεσή του για την επόμενη Κυριακή και αν τα παιδιά ξανάζησαν μια τέτοια μέρα, σίγουρα όμως αυτή η βόλτα έμεινε χαραγμένη για πάντα στο μυαλό του Δημήτρη, που δεν ξέχασε ποτέ όσα έζησε αυτή τη μέρα.
Ακόμα και μετά από χρόνια που πήγε στην παραλία αυτή και την βρήκε τόσο αλλαγμένη, τόσο βρώμικη από την «πρόοδο» και την τεχνολογία. Εκεί που κάποτε έφτιαχναν τις καλύβες κάποιος προσπάθησε να φτιάξει ιχθυοτροφείο, πληγώνοντας για πάντα τον όμορφο γιαλό, το μικρό λιμάνι είχε δώσει τη θέση του σε ένα άλλο τεράστιο, με κάτι πελώριους γερανούς που φόρτωναν και ξεφόρτωναν σίδερα και πιο δίπλα μεγάλα εργοστάσια που ξερνούσαν στο ουρανό σκόνη και θόρυβο.
Ο Δημήτρης έκλεισε για λίγο τα μάτια του και είδε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα αυτά που είχε ζήσει εκείνη την Κυριακή και ένας γλυκός ήχος έφτασε στ’ αυτιά του.
Ο μοναχικός ψαράς έπαιζε ακορντεόν.

Δημήτρης Ντούκας

3 σχόλια:

dini είπε...

Τό τί μού θύμησε "Η Βόλτα" σας δέν λέγεται. Εκείνο τόν καιρό ζούσαμε στόν Αλμυρό καίκάναμε μιά ίδια εκδρομή στήν παραλία τού Αλμυρού μέ τό κάρρο ενός γείτονά μας...
Ακριβώς όπως τά περιγράφετε....
ωραίες εποχές, ανεμελιά καί πρό πάντων καθαρός ορίζοντας καί ευωδιαστή ατμόσφαιρα.
Νά είστε καλά
Ντίνα Τουλάκη

dini είπε...

Αγαπητέ κ. Ντούγκα,
Ελπίζω πώς θά βρείτε τό σχόλιό μου σχετικά μέ τήν "Βόλτα " σας, γιατί δέν είμαι σίγουρη πολύ γιά τό πώς λειτουργεί τό σύστημα.
Ντίνα Τουλάκη

Μαρίζα Κ είπε...

Νοσταλγικό και πολύ τρυφερό το διήγημά σου Δημήτρη. Όμορφες, απλές προτάσεις που αν μου το διάβαζε κάποιος θα έβλεπα τις εικόνες μπροστά μου. εύγε!